ροδώδη

ροδώδη
τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που περιλαμβάνει 3.200 περίπου είδη και τής οποίας τα μεγαλύτερα είδη είναι ο βάτος, ο κράταιγος, η ποτεντέλλα και η ροδή, κν. τριανταφυλλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… …   Dictionary of Greek

  • κυδωνιά — (Cydonia). Γένος καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα) και κοινή ονομασία του μοναδικού είδους του, Cydonia oblonga, το οποίο ήταν παλαιότερα γνωστό και με τις ονομασίες Pyrus cydonia και Cydonia vulgaris. Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • πομοειδή — τα βοτ. οικογένεια τών ροδιδών, τής τάξης ροδώδη, τής οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι ο ψευδής ραγοειδής καρπός και η οποία περιλαμβάνει σημαντικά οπωροφόρα, όπως την αχλαδιά, τη μηλιά, την κυδωνιά, τη μουσμουλιά, τη μεσμιλιά, τη μουτζιά, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… …   Dictionary of Greek

  • ραφιολεπίδα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες τής τάξης ροδώδη και περιλαμβάνει 15 περίπου είδη αείφυλλων θάμνων τής ανατολικής Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhaphiolepis (< ῥαφίς + λεπίς)] …   Dictionary of Greek

  • ροδή — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, κόρη του Ποσειδώνα και της Αλίας, ή του Ήλιου και της Αμφιτρίτης, ή του Ποσειδώνα και της Αφροδίτης, ή ακόμα του Ωκεανού ή του Ασωπού. Στη νύμφη αυτή οφείλεται και το όνομα της νήσου Ρόδου, γιατί, κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • ροδότυπος — (rhodotypus). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των ροδιδών, με μοναδικό είδος τον ρ. τον κερριοειδή, ιθαγενές της Ιαπωνίας και της Κίνας. Είναι θάμνος φυλλοβόλος. Καλλιεργείται για τα μεγάλα λευκά άνθη του, τους άφθονους μαύρους καρπούς του και… …   Dictionary of Greek

  • σαγκουισόρβη — και σαγκουίσορβα, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών, που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες τής τάξης ροδώδη και είναι ιθαγενές τών εύκρατων περιοχών τής Ευρώπης, τής Ασίας και τής Βόρειας Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sanguisorba… …   Dictionary of Greek

  • σορβαρία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες τής τάξης ροδώδη και έχει 10 περίπου είδη θάμνων τής Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sorbaria < sorbus (βλ. λ. σόρβος)] …   Dictionary of Greek

  • σπειραία — (spiraea). Γένος φυτών της οικογένειας των Ροδιδών, με 100 περίπου είδη. Είναι φυτά θαμνώδη ή μικρά φρύγανα των βόρειων εύκρατων χωρών. Πολλά από αυτά καλλιεργούνται ως διακοσμητικά. Η σ. έχει φύλλα απλά, οδοντωτά, με μικρό μίσχο και χωρίς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”